Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 4118/2023 απόφασή του απέρριψε και τους επτά λόγους εφέσεως που προέβαλε το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την ανατροπή πρωτόδικης απόφασης που είχε εντάξει την εντολέα μας στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (Ν. 3869/2010).
Συγκεκριμένα, η πρωτόδικη 7238/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ρύθμισε τις οφειλές της εντολέως μας, η οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει συνολικά ποσό 47.400 ευρώ έναντι αρχικής οφειλής 73.786,93 ευρώ, διαμορφώνοντας το συνολικό ποσοστό κουρέματος/ ελάφρυνσης της οφειλής σε 36 %. Παράλληλα εξαιρέθηκε από την εκποίηση και προστατεύτηκε και η υπόλοιπη ακίνητη περιουσία της στη γενέτειρά της αποτελούμενη από μια οικία και δύο αγροτεμάχια.
Με τον πρώτο λόγο έφεσής του το Ταμείο Παρακαταθηκών ισχυρίστηκε ότι η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί, διότι ελλείπει η προϋπόθεση της ύπαρξης έστω ενός ληξιπρόθεσμου χρέους κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης, πλην όμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η μη ύπαρξη ληξιπρόθεσμου χρέους οφείλεται στο ότι η μηνιαία δόση του εν λόγω δανείου παρακρατούνταν απευθείας από το μισθό της εφεσίβλητης, με συνέπεια το δραστικό περιορισμό της ρευστότητάς της και την αδυναμία της να διαβιεί αξιοπρεπώς με τις δικές της δυνάμεις.
Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του το Ταμείο Παρακαταθηκών ισχυρίστηκε ότι δεν αποδείχθηκε η μόνιμη αδυναμία της εφεσίβλητης να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίπτοντας και αυτό το λόγο εφέσεως, τόνισε ότι «ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η οφειλή της εφεσίβλητης προς το ίδιο ήταν ενήμερη κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, και αληθής υποτιθέμενος, δεν αναιρεί την αδυναμία πληρωμών της οφειλέτιδας, διότι η εξόφληση του εν λόγω πιστωτή, η οποία γινόταν με παρακράτηση του ποσού της μηνιαίας δόσης απευθείας από το μισθό της εφεσίβλητης, γινόταν σε βάρος των στοιχειωδών αναγκών της ιδίας και της οικογένειάς της. Και τούτο, διότι το ποσό των 360,00 ευρώ περίπου που εισέπραττε η εφεσίβλητη μετά την παρακράτηση από το μισθό της της δόσης των 565,83 ευρώ μηνιαίως υπέρ του εκκαλούντος, αλλά και αυτό των 700,00 ευρώ μηνιαίως που εισέπραττε μετά τη μείωση της παρακράτησης σε 250,00 ευρώ μηνιαίως κατόπιν της από 26.09.2014 προσωρινής διαταγής, δεν ήταν επαρκές για να εξασφαλίσει το στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης για την ίδια και την οικογένειά της».
Με το τρίτο λόγο της έφεσής του το Ταμείο Παρακαταθηκών ζήτησε να διαμορφωθεί η μηνιαία δόση στο ποσό των 652,96 ευρώ, αίτημα που απέρριψε και πάλι το Δικαστήριο κρίνοντας ότι «ο καθορισμός δόσης 652,96 ευρώ, όπως ζητεί το εκκαλούν, θα είχε σα συνέπεια την οικονομική εξαθλίωση της εφεσίβλητης σε καταφανή αντίθεση με το πνεύμα του ν. 3869/2010, στόχος των διατάξεων του οποίου είναι να δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία στον υπερχρεωμένο οφειλέτη να επανενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει, διευκολύνοντας την έστω και μερική εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, ώστε να τους ανακουφίσει κατά το δυνατόν από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων».
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης το Ταμείο Παρακαταθηκών επανέφερε την ένσταση δόλιας περιέλευσης της εφεσίβλητης σε αδυναμία πληρωμής των οφειλών της. Άξιο μνείας στο σκεπτικό του Δικαστηρίου για την απόρριψη και αυτού του λόγου εφέσεως είναι η επισήμανση ότι «η προβολή της εν λόγω ένστασης από το εκκαλούν είναι όλως αντιφατική, ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσής του, με τους οποίους αρνούνταν τόσο την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών της εφεσίβλητης όσο και την περιέλευσή της σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη ένσταση δεν προβλήθηκε ούτε πρωτοδίκως με τον όρο της επικουρικότητας, ώστε να αμβλύνεται η εν λόγω αντίφαση των ισχυρισμών του εκκαλούντος».
Στον πέμπτο λόγο έφεσής του ο Ταμείο Παρακαταθηκών ισχυρίστηκε ότι η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί λόγω αοριστίας, ισχυρισμός που δεν έγινε δεκτός από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι «από την επισκόπηση του δικογράφου της αίτησης προκύπτει ότι αυτό περιέχει όλα τα απαραίτητα για το ορισμένο της στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 σε συνδυασμό με το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτά προσδιορίζονται στην ανωτέρω νομική σκέψη και στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται αυτά που αξιώνει το εκκαλούν με τον υπό κρίση λόγο έφεσης».
Με τον έκτο λόγο της έφεσης, το Ταμείο Παρακαταθηκών παραπονέθηκε ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα και πλήρως αναιτιολόγητα απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που αυτό προέβαλε. Το Δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε και αυτόν τον λόγο εφέσεως τονίζοντας «αφού ο νόμος 3869/2010 παρέχει το δικαίωμα στον αιτούντα να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του, εφόσον αυτός πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου και ρυθμισθούν οι οφειλές του, αναπόδραστη συνέπεια θα είναι η απώλεια εισοδημάτων των πιστωτών του, αποτέλεσμα που αποτελεί δικαιοπολιτική επιλογή του νομοθέτη, ενώ η επιλογή του αιτούντος να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του νόμου συνιστά νόμιμο δικαίωμά του και από μόνη αυτή την επιλογή δεν θεμελιώνεται καταχρηστικότητα».
Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης, το Ταμείο Παρακαταθηκών ζήτησε τη ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας της εντολέως μας, πλην της κύριας κατοικίας της, αίτημα που ομοίως απερρίφθη με το σκεπτικό ότι «η ακίνητη περιουσία της εφεσίβλητης στο Δ.Δ. ……………… Νομού Μεσσηνίας και δη μια αυτοτελής διηρημένη κατά κάθετη έννοια ιδιοκτησία, στον οικισμό …………, επιφάνειας 41,75 τ.μ., έτους κατασκευής 1972, από τσιμεντόλιθους και τούβλα, κτισμένη σε κοινό και αδιαίρετο οικόπεδο συνολικής έκτασης 417,95 τ.μ., που λειτουργεί ως κατοικία, ένας ελαιοπερίβολος, συνολικής έκτασης 15 στρεμμάτων στη θέση «……………..» και ένας ξερικός αγρός, πρώην σταφιδάμπελο, συνολικής έκτασης 2.491,20 τ.μ., στη θέση «……………», εκτιμάται ότι λόγω της τοποθεσίας τους και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους (ιδίως ως προς την κατοικία λόγω της μικρής επιφάνειας, της παλαιότητας και των ευτελών υλικών κατασκευής) δεν πρόκειται να προσελκύσουν αγοραστικό ενδιαφέρον, σε περίπτωση δε που εκποιηθούν το τίμημα που θα επιτευχθεί θα είναι ασήμαντο και δεν θα επαρκεί για την κάλυψη των δαπανών της διαδικασίας και την αποπληρωμή ικανού τμήματος της οφειλής της εφεσίβλητης, άρα η ρευστοποίηση τους στο πλαίσιο και αναφορικά με τους σκοπούς του ν. 3869/2010 κρίνεται ασύμφορη».
Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης:
Comments